πολυθεϊστικός

πολυθεϊστικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολυθεϊσμό.
επίρρ...
πολυθεϊστικά, Ν
κατά τρόπο πολυθεϊστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυθεϊστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Κ. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”